Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τρομπόνι το [trombóni] Ο44 : χάλκινο, πνευστό μουσικό όργανο, εφοδιασμένο με ένα σωλήνα που μεγαλώνει ή μικραίνει με τη βοήθεια τριών κλειδιών, έτσι ώστε να παράγονται οι διάφοροι ήχοι.
[ιταλ. trombon(e) -ι]