Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρομπόνι
2 εγγραφές [1 - 2]
τρομπόνι το [trombóni] Ο44 : χάλκινο, πνευστό μουσικό όργανο, εφοδιασμένο με ένα σωλήνα που μεγαλώνει ή μικραίνει με τη βοήθεια τριών κλειδιών, έτσι ώστε να παράγονται οι διάφοροι ήχοι.

[ιταλ. trombon(e) -ι]

τρομπονίστας ο [trombonístas] Ο3 θηλ. τρομπονίστρια [trombonístria] Ο27 & τρομπονίστα [trombonísta] Ο25 : μουσικός που παίζει τρομπόνι.

[ιταλ. trombonista -ς· λόγ. τρομπονίσ(τας) -τρια· τρομπον(ίστας) -ίστα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες