Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρομερός
1 εγγραφή
τρομερός -ή -ό [tromerós] Ε1 : ΣYN φοβερός. 1. που προκαλεί: α. τον τρόμο: Οι βάρβαροι πολεμιστές είχαν όψη τρομερή. Tρομερές περιγραφές / εικόνες. || για καταστάσεις πάρα πολύ δυσάρεστες, που φέρνουν συμφορές: Οι τρομερές συνέπειες του πολέμου. Οι τρομερές μέρες της αιχμαλωσίας / της προσφυγιάς / της πείνας. Είναι τρομερό αυτό που έπα θα. β. τη φρίκη, την αποστροφή: Tο σώμα του ήταν σκεπασμένο με τρομερές πληγές. 2. (μτφ.) α. για φαινόμενο που εμφανίζεται με πολύ μεγάλη ένταση και που δημιουργεί δυσάρεστες καταστάσεις: Φέτος ο χειμώνας είναι ~. Kάνει τρομερή ζέστη / τρομερό κρύο. Έχω τρομερή δίψα / πείνα. || (επέκτ.) για κτ. τόσο έντονο και μεγάλο που προκαλεί θαυμασμό: Έχει τρομερή δύναμη / αντοχή. Έδειξε τρομερό κουράγιο. β. (προφ.) πολύ αξιόλογος: Είδα μια τρομερή ταινία. Έγραψε ένα τρομερό βιβλίο. Είναι ένας ~ άνθρωπος, πολύ ικανός. γ. (προφ.) πολύ ενοχλητικός: Έχει μια τρομερή συνήθεια, να μην είναι ακριβής στην ώρα του. Είναι το τρομερό παι δί της τάξης, πολύ ανήσυχος και σκανταλιάρης. (έκφρ.) τρομερό παι δί, για άτομο που δεν υποτάσσεται στις κοινωνικές συμβατικότητες και που δημιουργεί θόρυβο γύρω από το όνομά του: Ο Nταλί, το τρομερό παιδί του σουρεαλισμού. τρομερά ΕΠIΡΡ συνήθ. στη σημ. 2α: Είμαι ~ στενοχωρημένος / χαρούμενος.

[1: αρχ. τρομερός· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. terrible]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες