Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τροκάνα
1 εγγραφή
τροκάνα η [trokána] Ο25 : 1. κουδούνι που κρεμούν στα πρόβατα. 2. είδος ξύλινου κρόταλου· ροκάνα.

[ηχομιμ. τροκ -άνα κατά το ροκάνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες