Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τριώνυμο το [triónimo] Ο40 : (μαθημ.) αλγεβρική παράσταση που είναι αλγεβρικό άθροισμα τριών μονωνύμων.
[λόγ. τρι- 1 + -ώνυμον 2 σφαλερή δημιουργία (δες στα διώνυμο, πολυώνυμο) μτφρδ. γαλλ. trinἄme]