Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τριτο- [trito] & τριτό- [tritó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό και τριτ- [trit], σε παλαιότερη συνήθ. σύνθεση όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· προσδίδει την έννοια του αριθμητικού επιθέτου τρίτος στο β' συνθετικό: τριταγωνιστής, τριτεγγυητής, ~ετής· ~βάθμιος, τριτόκλιτος.
[λόγ. < αρχ. τριτ(ο)- θ. του τακτ. αριθμτ. τρίτο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. τριτ-αγωνιστής]



