Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τριτοπρόσωπος -η -ο [tritoprósopos] Ε5 : 1. (γραμμ.) που βρίσκεται στο τρίτο πρόσωπο: Tριτοπρόσωπη αντωνυμία. Tριτοπρόσωπο ρήμα, που χρησιμοποιείται μόνο στο γ' ενικό και στο γ' πληθυντικό πρόσωπο, π.χ. συμβαίνει, συμβαίνουν. 2. που αποτελείται από τρία πρόσωπα: Tριτοπρόσωπο ψηφοδέλτιο, με τρεις υποψηφίους, από τους οποίους εκλέγεται ο ένας. || (ως ουσ.) το τριτοπρόσωπο: Ο πατριάρχης εκλέγεται με βάση το τριτοπρόσωπο.
[λόγ. < ελνστ. επίρρ. τριτοπροσώπ(ως) -ος (αναδρ. σχημ.)]