Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τριτημόριο
1 εγγραφή
τριτημόριο το [tritimório] Ο40 : (μαθημ.) το ένα από τα τρία ίσα μέρη ενός όλου· το τρίτο.

[λόγ. < αρχ. τριτημόριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες