Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τρισχιλιετής -ής -ές [trisxilietís] Ε10 : που έχει διάρκεια τριών χιλιετιών: H ~ ελληνική ιστορία.
[λόγ. < ελνστ. τρισχιλιέτης με μετακ. τόνου κατά τα τετραετής, δεκαετής]