Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρισαλίμονο
1 εγγραφή
τρισαλίμονο [trisalímono] επιφ. : για να εκφράσουμε μεγάλο πόνο, μεγά λη λύπη, συνήθ. σε συνδυασμό με το επιφώνημα αλίμονο· τρισαλί: Aλίμο νο και ~, τι συμφορά μάς βρήκε! Aλίμονο και ~ αν…, για πολύ δυσοίω νη πρόβλεψη: Aλίμονο και ~ αν συνεχίσει αυτή τη ζωή.

[τρισ- + αλίμονο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες