Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τριπλότυπος -η -ο [triplótipos] Ε5 : που είναι τυπωμένος σε τρία αντίτυ πα: Tριπλότυπη απόδειξη. || (ως ουσ.) το τριπλότυπο, μπλοκ αποδείξεων με τρία όμοια δελτία για κάθε αριθμό. || καθένα από τα τρία δελτία που κόβουν ως απόδειξη: Έχω το τριπλότυπο εισπράξεως.
[λόγ. τριπλ(ός) -ο- + τύπ(ος) -ος απόδ. αγγλ. triplicate]