Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τρικούβερτος -η -ο [trikúvertos] Ε5 : που τον χαρακτηρίζει μεγάλη ένταση και διάρκεια, κυρίως με ουσιαστικά που δηλώνουν συμπλοκή ή ψυχαγωγική συγκέντρωση: Έστησαν καβγά τρικούβερτο. Έπιασαν τρικούβερτο χορό. Έγινε ~ γάμος. Έγινε τρικούβερτο γλέντι.
[τρι- 2 + κουβέρτ(α) 2 -ος (αρχική σημ. για πολύ μεγάλο καράβι)]