Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρικέζα
1 εγγραφή
τρικέζα η [trikéza] Ο25 : (τηλεόρ., κινημ.) μηχάνημα για τη δημιουργία σκηνοθετικών τρικ.

[γαλλ. truqueus(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες