Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τριετία
1 εγγραφή
τριετία η [trietía] Ο25 : χρονικό διάστημα τριών ετών: Προάγεται κάθε ~. Έχει δύο τριετίες, υπηρεσία έξι χρόνων.

[λόγ. < ελνστ. τριετία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες