Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τριγύρω
1 εγγραφή
τριγύρω [trijíro] επίρρ. τοπ. : 1. συνήθ. επιτείνει τη σημασία του επιρρήματος γύρω· γύρω, ολόγυρα: Ένα βαθύ χαντάκι υπήρχε ~. Δεν ξέρω ποιοι μένουν ~, γύρω από εμάς. (με πρόθ.): Έτρεξαν από ~, από παντού. || σε θέση πρόθεσης: ~από το σχολείο. Φύτεψαν δέντρα ~ από το χωρά φι, γύρω γύρω από. Πυκνό δάσος υπάρχει ~ από το χωριό, το περιτριγυρίζει. Πεταλούδες πετούσαν ~ μας. 2. (με επίρρ. ή προθετικό σύνολο) με αόριστη αναφορά στο χώρο που βρίσκεται γύρω μας: (κάπου) εδώ ~ / εκεί ~. Παντού ~, όπου κι αν κοιτούσες, έβλεπες αμυγδαλιές, ολόγυρα. Εκεί ~ σίγουρα θα βρίσκεται, εκεί σίγουρα θα τριγυρνάει. Kάπου εκεί ~ τον είδα να περιφέρεται. 3. σε ονοματική χρήση α. (ως ουσ.) οι τριγύρω, όσοι βρίσκονται γύρω: Tα μοίρασε στους ~. β. (ως επίθ.): H ~ περιοχή, η γειτονική.

[μσν. τριγύρω < τρι- 2 + γύρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες