Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τριγενής -ής -ές [trijenís] Ε10 : (γραμμ.) που έχει τρία γένη: Tο επίθετο “καλός, καλή, καλό” είναι τριγενές και τρικατάληκτο.
[λόγ. < ελνστ. τριγενής (διαφ. το αρχ. τριγενής `έντομο με τρεις περιόδους ζωής΄)]



