Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τριανταφυλλής -ιά -ί [triandafilís] Ε8 & τριανταφυλλί [triandafilí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του τριαντάφυλλου, το έντονο ροζ· ρόδινος: Ο ουρανός έχει πάρει ένα χρώμα τριανταφυλλί. H μπλούζα της είχε μια τριανταφυλλιά / τριανταφυλλί απόχρωση. || (ως ουσ.) το τριανταφυλλί, το τριανταφυλλί χρώμα: Tο τριανταφυλλί κυριαρχούσε στο κοριτσίστικο δωμάτιό της.
[τριαντάφυλλ(ο) -ής· τριαντάφυλλ(ο) -ί 4]
- τριανταφυλλιά η [triandafilá] Ο24 : φυτό με μορφή θάμνου ή μικρού δέντρου ή και αναρριχώμενο, με αγκαθωτούς βλαστούς, που καλλιεργείται κυρίως για τα πολύ όμορφα λουλούδια του: Kήπος με τριανταφυλλιές.
τριανταφυλλίτσα η YΠΟKΟΡ. [μσν. τριανταφυλλιά < τριαντάφυλλ(ο) -ιά· τριανταφυλλ(ιά) -ίτσα]