Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρεχάματα
1 εγγραφή
τρεχάματα τα [trexámata] Ο49 : 1. επανειλημμένες και συνεχείς διαδρομές: Έξω στο δρόμο ακούστηκαν φωνές και ~. 2. συνδυασμένες και κοπιαστικές ενέργειες για να τακτοποιηθούν επείγουσες υποθέσεις ή δύσκολες καταστάσεις· τρεξίματα: Πήρε μια κληρονομιά και έχει ~ με την εφορία. Έχει ~ με την υγεία του.

[τρέχ(ω) -άματα κατά τα πράματα, σκοντάματα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες