Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρανός
1 εγγραφή
τρανός -ή -ό [tranós] Ε1 : α. πολύ μεγάλος σε δύναμη ή σε σπουδαιότητα: ~ άρχοντας / επιστήμονας. || (ως ουσ.): Οι τρανοί της γης. (έκφρ.) μέγας* και ~. || Tρανή απόδειξη, ολοφάνερη. β. (λαϊκότρ., λογοτ.) πολύ μεγάλος σε ανάστημα ή σε ηλικία.

[ελνστ. τρανός `ξεκάθαρος΄ (αρχ. τρανής)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες