Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραντάζω
1 εγγραφή
τραντάζω [trandázo] -ομαι Ρ2.2 : 1. κουνώ κπ. ή κτ. πολύ δυνατά και απότομα: Tρανταζόταν ολόκληρος από το δυνατό βήχα / γέλιο / κλάμα. H έκρηξη / ο σεισμός τράνταξε το κτίριο. 2. (μτφ., οικ.) συγκλονίζω: Aυτό που έγινε μας τράνταξε όλους.

[σλαβ. tront(ja) -άζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες