Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραμπάκουλο
1 εγγραφή
τραμπάκουλο το [trabákulo] Ο41 : 1. ογκώδες και αργοκίνητο ιστιοφόρο που έμοιαζε με μπρατσέρα. || (επέκτ.) καράβι παλιό και όχι καλά συντηρημένο· σαπιοκάραβο. 2. (μτφ., οικ., μειωτ.) χοντρή γυναίκα που βαδίζει αργά και δύσκολα σαν να κουτσαίνει.

[βεν. trabacolo ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [l] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες