Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραλαλά
1 εγγραφή
τραλαλά [tralalá] & τρα λα λα [trálálá] (άκλ.) : 1. (ως επιφ.) α. με το οποίο αποδίδει κανείς τραγουδιστά στίχους τραγουδιού που δε θυμάται. β. με το οποίο δηλώνεται χαρά: Tι ωραία, ~! 2. (ως επίθ., μειωτ., οικ.) α. για κπ. ή για κτ. πολύ ζωηρό, φανταχτερό: Aυτή η γυναίκα είναι πολύ ~. Φορού σε μια γραβάτα ~. β. ως χαρακτηρισμός προσώπου αδιάφορου και άσχετου: Mην τον παίρνεις στα σοβαρά· είναι πολύ ~. 3. (ως ουσ., οικ.) ψυχι κό ~, σύγχυση, ψυχικός κλονισμός: Έπαθε ψυχικό ~.

[λόγ. < γαλλ. tralala, tra-la-la (αρχική σημ.: `τραγούδισμα χωρίς τα λόγια του τραγουδιού΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες