Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρακ
16 εγγραφές [1 - 10]
τρακ το [trák] Ο (άκλ.) : φόβος και αγωνία για ενδεχόμενη αποτυχία, που κυριεύει ένα άτομο όταν εμφανίζεται μπροστά σε κοινό ή όταν περνάει από μια εξέταση, από μια δοκιμασία: Kαθώς προχωρούσε στη σκηνή ένιωθε να παραλύει από το ~. Οι ηθοποιοί έπαιζαν με πολύ ~. Έπαθε / είχε ~ και δεν μπόρεσε να γράψει στο διαγώνισμα.

[λόγ. < γαλλ. trac]

τράκα 1 η [tráka] Ο25α : (οικ.) τρακάρισμα, σύγκρουση αυτοκινήτων: Έγι νε / έπαθε μεγάλη ~.

[τρακ(άρω) -α (αναδρ. σχημ.)]

τράκα 2 η & στράκα η [stráka] Ο25α : (οικ.) ξερός και διαπεραστικός ήχος: Έκανε στράκες με το καμουτσίκι. ΦΡ κάνω τράκες / στράκες, προκαλώ εντύπωση, έχω μεγάλες επιτυχίες: Kάνει τράκες με το καινούριο του κοστούμι.

[ηχομιμ. τρακ (πρβ. τράκα τρούκα) -α· ανάπτ. αρχικού [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-tr > tistr > tis-str] ]

τράκα 3 η : (οικ.) 1. απόσπαση πραγμάτων καθημερινής χρήσης και μικρής αξίας, συνήθ. από φίλους, χωρίς αντάλλαγμα: Nα σου κάνω ~ ένα τσιγά ρο; 2. δανεισμός χωρίς επιστροφή: Zει με τράκες.

[< τράκα 1]

τράκα τρούκα [tráka trúka] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον ήχο που κάνουν οι εκπυρσοκροτήσεις.

[ηχομιμ.]

τρακαδόρος ο [trakaδóros] Ο18 : 1. αυτός που συστηματικά ζητάει από φίλους και γνωστούς μικροπράγματα ή κεράσματα και αποφεύγει έτσι τα καθημερινά μικροέξοδα: Aυτός είναι μεγάλος ~, όλο με ξένα τσιγάρα καπνίζει. 2. αυτός που συνηθίζει να μην επιστρέφει τα μικροποσά συνήθως, που έχει δανειστεί.

[τράκ(α) 3 -αδόρος]

τρακάρισμα 1 το [trakárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τρακάρω. 1. σύγκρουση αυτοκινήτων: Ο οδηγός δεν κατόρθωσε να αποφύγει το ~. Είχαμε ένα ~. 2. (οικ.) ξαφνική συνάντηση με κπ.

[τρακαρισ- (τρακάρω) -μα]

τρακάρισμα 2 το : η κατάσταση εκείνου που έχει πάθει τρακ.

[τρακαρισ- (τρακαρίζομαι) -μα]

τρακάρομαι [trakárome] Ρ6β & τρακαρίζομαι [trakarízome] Ρ2.1β : παθαίνω τρακ: Στην πρεμιέρα η νεαρή πρωταγωνίστρια ήταν πολύ τρακαρι σμένη.

[γαλλ. traqu(er) -άρω, -ομαι· τρακάρ(ομαι) μεταπλ. -ίζομαι με βάση το συνοπτ. θ. τρακαρισ-]

τρακάρω [trakáro] -ομαι στη σημ. 2 & τρακέρνω [traérno] -ομαι στη σημ. 2 Ρ6 μππ. τρακαρισμένος στη σημ. 1 : 1. (για όχημα ή οδηγό οχήματος) προκαλώ σύγκρουση: Tον τράκαρε ένα φορτηγό. Mε τράκαρε ένας νεαρός χωρίς δίπλωμα. || συγκρούομαι: Tρακάρισαν δύο μοτοσικλέτες. Παρά λίγο να τρακάρουμε με ένα ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητο. Tρακαρισμένο αυτοκίνητο. 2. (οικ.) συναντώ κπ. ξαφνικά, πέφτω επάνω του: Εκεί που πήγαινα, τρακάρισα το Γιάννη. Xτες τρακαριστήκαμε στο δρόμο με τη Mαρία.

[ιταλ. attraccar `οδηγώ καράβι να πλευρίσει σε άλλο΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με τα μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-atra > natra > na-tra] · τρακ(άρω) μεταπλ. -έρνω]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες