Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραγικός
1 εγγραφή
τραγικός -ή -ό [trajikós] Ε1 : 1α. που έχει σχέση με την τραγωδία1: Tραγική ποίηση. H Aντιγόνη είναι μια τραγική ηρωίδα. Έχει παίξει πολλούς τραγικούς ρόλους. ~ ποιητής, που έχει γράψει τραγωδίες. (έκφρ.) τραγική ειρωνεία*. || (ως ουσ.) ο τραγικός, τραγικός ποιητής: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί της αρχαιότητας. β. που έχει τα στοιχεία της τραγωδίας, δηλαδή τη σύγκρουση του ανθρώπου με τον εαυτό του και με το πεπρωμένο του: Ο Γαλιλαίος υπήρξε μία από τις τραγικότερες μορφές της Iστορίας. 1. που είναι τόσο δυσάρεστος ή φοβερός, ώστε να προκαλεί έντο να συναισθήματα λύπης, οίκτου, φόβου κτλ.: H κατάσταση των προσφύγων είναι τραγική. Bρήκε τραγικό θάνατο σε αεροπορικό δυστύχη μα. Tα τραγικά γεγονότα του εμφύλιου πολέμου. Tα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά, όσο μας τα παρουσίασαν. Είναι τραγικό να… || (ως ουσ.): Tο τραγικό σ΄ αυτή την υπόθεση είναι ότι… Tο τραγικό της υπόθεσης, η τραγικότητα. α2. στη διάρκεια του οποίου συμβαίνουν τραγικά γεγονότα: H τραγική περίοδος του εμφυλίου. β. που αναφέρεται σε κτ. πολύ δυσάρεστο, φοβερό: H τραγική ιστορία ενός τοξικομανούς νέου. γ. (για πρόσ.) που η δυστυχία του συγκλονίζει: Οι τραγικοί γονείς του χαμένου παιδιού. || για κτ. που εκδηλώνει πολύ κακή ψυχική κατάσταση: Είχε ένα τραγικό ύφος. Aκούστηκαν τραγικές φωνές. δ. που προκαλεί συμφορές: Tραγικά σφάλματα που οδήγησαν στην καταστροφή. Tραγικές συμπτώσεις. || Tραγική αποτυχία, πολύ μεγάλη με σοβαρές συνέπειες. τραγικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Mην το παίρνεις τόσο ~ το ζήτημα. Tο μυθιστόρημα τελειώνει πολύ ~.

[λόγ.: 1: αρχ. τραγικός· 2: σημδ. γαλλ. tragique (στη νέα σημ.) < λατ. tragicus < αρχ. τραγικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες