Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραγίσιος
1 εγγραφή
τραγίσιος -α -ο [trajísxos] Ε4 : που ανήκει στον τράγο, που προέρχεται από αυτόν ή που ταιριάζει σ΄ αυτόν: Tραγίσιο κρέας / μαλλί / γένι. Tραγίσια μυρωδιά, τραγίλα.

[τράγ(ος) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες