Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τραγίσιος -α -ο [trajísxos] Ε4 : που ανήκει στον τράγο, που προέρχεται από αυτόν ή που ταιριάζει σ΄ αυτόν: Tραγίσιο κρέας / μαλλί / γένι. Tραγίσια μυρωδιά, τραγίλα.
[τράγ(ος) -ίσιος]



