Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρίχα
2 εγγραφές [1 - 2]
τρίχα η [tríxa] Ο25 : 1. καθένας από τους νηματοειδείς σχηματισμούς που φυτρώνουν στο δέρμα ορισμένων ζώων και σε ορισμένες επιφάνειες του ανθρώπινου σώματος· (πρβ. μαλλιά): Σκληρή / μαλακή / άγρια / γυαλιστερή / θαμπή ~. Tα μαλλιά της έχουν γερή ~. Οι τρίχες στα πόδια / στα χέρια. Είναι λεπτό σαν ~. (ως απειλή) Θα σου βγάλω τα μαλλιά ~ ~. Σηκώνεται η ~ μου / σηκώνονται οι τρίχες μου από το κρύο. ΦΡ σηκώνονται (όρθιες) οι τρίχες κάποιου / σηκώνεται η ~ μου κάγκελο, για συναισθήματα τρόμου, φρίκης, αηδίας, δυσαρέσκειας, έκπληξης κτλ. παρά ~, παραλίγο: Γλίτωσε παρά ~ το θάνατο. Παρά ~ να με πατήσει αυτοκίνητο. σηκώνονται οι τρίχες της κεφαλής μου, από φρίκη. μία ~ της κεφαλής, για τελείως ασήμαντο μέρος του σώματος: Δε θα σε αφήσω να πειράξεις ούτε μία ~ της κεφαλής του. τρίχες (κατσαρές)!, σαχλαμάρες. στην ~, άψογα: Είναι ντυμένος / χτενισμένος στην ~· ΣYN ΦΡ στην πένα. Tο σπίτι του είναι πάντα στην ~. κάνει την ~ τριχιά, δίνει βαρύτητα σε κτ. ασήμαντο, το μεγαλοποιεί. 2. (βοτ.) καθεμιά από τις λεπτές σαν κλωστή ίνες που καλύπτουν τμήματα ορισμένων φυτών. 3. για κτ. που μοιάζει στην υφή ή στη λεπτότητα με τρίχα: Οι τρίχες της βούρτσας. Ύφασμα με μακριά ~, πέλος. τριχούλα η YΠΟKΟΡ. τριχίτσα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. τρίχα < αρχ. θρίξ, αιτ. τρίχα· τρίχ(α) -ούλα, -ίτσα]

τρίχας ο [tríxas] Ο3 (χωρίς πληθ.) : (οικ.) άνθρωπος ανόητος.

[τρίχ(α) -ας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες