Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρίστιχος
1 εγγραφή
τρίστιχος -η -ο [trístixos] Ε5 : που αποτελείται από τρεις στίχους: Tρίστιχη στροφή. || (ως ουσ.) το τρίστιχο, στροφή με τρεις στίχους: Tο σονέτο αποτελείται από δύο τετράστιχα και δύο τρίστιχα.

[λόγ. < ελνστ. τρίστιχος `με τρεις αράδες΄ σημδ. ιταλ. terzina]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες