Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τρίπρακτος -η -ο [trípraktos] Ε5 : για θεατρικό έργο που είναι χωρισμένο σε τρία μέρη: Tρίπρακτη κωμωδία. Tρίπρακτο δράμα.
[λόγ. τρι- 1 + πρακ- (πράττω) -τος μτφρδ. γερμ. Dreiakter]