Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρίπρακτος
1 εγγραφή
τρίπρακτος -η -ο [trípraktos] Ε5 : για θεατρικό έργο που είναι χωρισμένο σε τρία μέρη: Tρίπρακτη κωμωδία. Tρίπρακτο δράμα.

[λόγ. τρι- 1 + πρακ- (πράττω) -τος μτφρδ. γερμ. Dreiakter]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες