Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρίλοβος
1 εγγραφή
τρίλοβος -η -ο [trílovos] Ε5 : 1. που αποτελείται από τρεις λοβούς: (ανατ.) ~ στόμαχος. 2. (αρχιτ.) για κατασκευή που έχει αψιδωτό υπέρθυρο με τρεις λοβούς.

[λόγ.: 1: αρχ. τρίλοβος· 2: σημδ. γαλλ. trilobé (< αρχ. λοβός) (tri- = τρι- 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες