Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τρίκοχο το [tríkoxo] Ο41 : είδος πηλικίου χωρίς γείσο, που καταλήγει σε τρεις αιχμηρές προεξοχές.
[λόγ. τρι- 1 + κόχ(η)1 -ο μτφρδ. γαλλ. *tricanton, δες στο τρικαντό]