Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τρίκορφος -η -ο [tríkorfos] Ε5 : που έχει τρεις κορυφές: Tρίκορφο βουνό.
[τρι- 1 + κορφ(ή) -ος (πρβ. ελνστ. τρικόρυφος ίδ. σημ.)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[τρι- 1 + κορφ(ή) -ος (πρβ. ελνστ. τρικόρυφος ίδ. σημ.)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |