Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρίκορφος
1 εγγραφή
τρίκορφος -η -ο [tríkorfos] Ε5 : που έχει τρεις κορυφές: Tρίκορφο βουνό.

[τρι- 1 + κορφ(ή) -ος (πρβ. ελνστ. τρικόρυφος ίδ. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες