Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρίζω
1 εγγραφή
τρίζω [trízo] Ρ2.2α : 1. για κτ. που παράγει ένα δυσάρεστο, οξύ και ξηρό ήχο, καθώς τρίβεται επάνω σε μια σκληρή επιφάνεια: Σκούριασαν οι μεντεσέδες της πόρτας και τρίζουν. Tρίζει το κρεβάτι / η καρέκλα / το πάτωμα. Tρίζουν τα θεμέλια του σπιτιού, ένδειξη ότι είναι ετοιμόρροπο. Tρίζει η ζάχαρη, όταν την πατάς. || κάνω κτ. να τρίζει: ~ τα δόντια μου. ΦΡ ~ σε κπ. τα δόντια*. κάνει τα τζάμια* να τρίζουν. τρίζουν τα κόκαλά του / της (στον τάφο), από αγανάκτηση για την άπρεπη συμπεριφορά των ζωντανών. 2. (μτφ., για αφηρ. ουσ.) κλονίζομαι, είμαι έτοιμος να καταρρεύσω: Tρίζουν τα θεμέλια του κράτους / της δημοκρατίας. Tρίζουν τα θεμέλια της γης, για κοσμογονικά γεγονότα. Tρίζει ο συνασπισμός των κομμάτων.

[αρχ. τρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες