Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρέχων
1 εγγραφή
τρέχων -ουσα -ον [tréxon] Ε12 : που υπάρχει σήμερα. α. που τον διανύουμε τώρα: Ο ~ μήνας. Tο τρέχον έτος. H τρέχουσα περίοδος. β. που ισχύει σήμερα: Tρέχουσα τιμή / αξία. H τρέχουσα ελληνική πραγματικότητα. γ. που έχει σχέση με τις καθημερινές ανάγκες. ANT ιδιαίτερος, έκτακτος: Ο μισθός δεν του φτάνει να αντιμετωπίσει ούτε τα τρέχοντα έξοδα. Συζητήθηκαν τρέχοντα θέματα. H τρέχουσα ενημέρωση. Οι τρέχουσες συναλλαγές. δ. ~ λογαριασμός, τρεχούμενος.

[λόγ. < αρχ. τρέχων μεε. του τρέχω σημδ. γαλλ. courant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες