Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρέξιμο
1 εγγραφή
τρέξιμο το [tréksimo] Ο50 : η ενέργεια του τρέχωI1. 1α. πάρα πολύ γρήγορο βάδισμα: Kανένας δεν τον παραβγαίνει στο ~. Λαχάνιασε από το πολύ ~. || το σχετικό άθλημα. β. (πληθ.) συνδυασμένες και κοπιαστικές ενέργειες για να τακτοποιηθούν επείγουσες υποθέσεις ή δύσκολες καταστάσεις· τρεχάματα2: Ετοιμάζεται για ταξίδι και έχει τρεξίματα. Είχε τρεξίματα με το γιο του που τον έπιασε η αστυνομία. 2. ροή: Tο ~ του νερού / της βρύσης.

[μσν. τρέξιμον < τρεξ- (τρέχω) -ιμον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες