Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τούρλα
1 εγγραφή
τούρλα η [túrla] Ο25α : (λαϊκότρ.) για κτ. που έχει τη σφαιρική μορφή του τρούλου. || κορυφή βουνού. ΦΡ στην ~ του Σαββάτου, την τελευταία στιγμή. την κάνω ~, τρώω πάρα πολύ. γίνομαι / είμαι ~ (στο μεθύσι), για άνθρωπο πολύ μεθυσμένο.

[μσν. τούρλα < ελνστ. τρούλλα `κουτάλα, μικρό σφαιρικό αγγείο΄ με μετάθ. του [r] < λατ. trulla]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες