Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τουρνέ
1 εγγραφή
τουρνέ η [turné] Ο (άκλ.) : καλλιτεχνική περιοδεία θιάσου, καλλιτεχνικού συγκροτήματος ή μεμονωμένου καλλιτέχνη στην επαρχία ή στο εξωτερι κό.

[λόγ. < γαλλ. tournée]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες