Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τουρνέ η [turné] Ο (άκλ.) : καλλιτεχνική περιοδεία θιάσου, καλλιτεχνικού συγκροτήματος ή μεμονωμένου καλλιτέχνη στην επαρχία ή στο εξωτερι κό.
[λόγ. < γαλλ. tournée]