Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τουρλωτός -ή -ό [turlotós] Ε1 : (οικ.) που έχει φουσκωτό σχήμα: Tουρλωτή κοιλιά. Tουρλωτό φέσι.
[μσν. τρουλλωτός `που έχει τρούλο΄ με μετάθ. του [r] < τρουλλώ(νω δες στο τουρλώνω) -τός]



