Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τουρκόγυφτος
1 εγγραφή
τουρκόγυφτος ο [turkójiftos] Ο20 θηλ. τουρκογύφτισσα [turkojíftisa] Ο27α : 1. (οικ.) μία από τις ονομασίες των μωαμεθανών τσιγγάνων που ζουν στην Ελλάδα. 2. (μτφ.) άνθρωπος βρόμικος και κακός.

[Τούρκ(ος) -ο- + γύφτος· τουρκόγυφτ(ος) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες