Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τουρκιά
1 εγγραφή
Tουρκιά η [turká] Ο24 (χωρίς πληθ.) : (μειωτ.) το τουρκικό έθνος, οι Tούρκοι: Ελληνικοί πληθυσμοί που έζησαν αιώνες μέσα στην ~. Πλάκωσε η ~.

[Τούρκ(ος) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες