Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τουπέ
1 εγγραφή
τουπέ το [tupé] Ο (άκλ.) & τουπές ο [tupés] Ο13 : το ύφος του ανθρώπου ο οποίος χαρακτηρίζεται από μεγάλη αυτοπεποίθηση και υπεροψία: Aπό τότε που έγινε διευθυντής απόχτησε μεγάλο ~. Έχασε τα πλούτη του και του έπεσε το ~. || αναίδεια, θράσος: Δε φτάνει τι έκανε, είχε το ~ να ζητάει και τα ρέστα.

[λόγ. < γαλλ. toupet· προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα δάνεια -ές]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες