Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τουλούπα η [tulúpa] Ο25 : 1. τούφα από μαλλί ή από βαμβάκι έτοιμο για γνέσιμο: Έβαλε την ~ στη ρόκα της. 2. για κτ. που έχει στρογγυλή και αραιή μάζα: Tο χιόνι έπεφτε τουλούπες τουλούπες, σε χοντρές νιφάδες. Aπό το στόμα του έβγαιναν μικρές τουλούπες καπνού. Ο ουρανός γέμισε άσπρες τουλούπες / άσπρα σύννεφα σαν τουλούπες.
[αρχ. τολύπ(η) μεταπλ. -α ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [l] )]
- τουλπάνι το [tulpáni] & τουλουπάνι το [tulupáni] Ο44 : λεπτό βαμβακερό ύφασμα με πολύ αραιή ύφανση, που το χρησιμοποιούν και για να στραγγίζουν ή να σουρώνουν διάφορες ρευστές ουσίες. || γυναικείο μαντίλι για το κεφάλι από το ύφασμα αυτό.
[μσν. τουλουπάνι < τουλπάνι (ανάπτ. [u] ανάμεσα στα [l-p] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.) < ιταλ. tolpan(o), tulopan < τουρκ. tülbend (από τα περσ.) -ι κατά το πανί]