Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τουλουμοτύρι
1 εγγραφή
τουλουμοτύρι το [tulumotíri] Ο44 : ποικιλία φέτας από κατσικίσιο γάλα, που διατηρείται στο τουλούμι· τουλουμίσιο τυρί.

[τουλούμ(ι) -ο- + τυρ(ί) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες