Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τουλάχιστο
1 εγγραφή
τουλάχιστο [tuláxisto] & τουλάχιστον [tuláxiston] συχνά όταν ακολουθεί λέξη από φωνήεν· επίρρ. ποσ. : 1α. (με απόλ. αριθμτ.) το λιγότερο, το κατώτατο όριο: Θα κοστίσει τουλάχιστον εκατό χιλιάδες, αν όχι περισσότερο. ~ δέκα άτομα σκοτώθηκαν. Εξυπηρέτηση ~ πεντακοσίων ατόμων. Πέντε κουταλιές ~. β. (με επίθ.) για να χαρακτηρίσει με επιείκεια μία ενέργεια ή συμπεριφορά· το λιγότερο που θα μπορούσα να πω: H συμπεριφορά του είναι τουλάχιστον αδικαιολόγητη (για να μην πω αχαρακτήριστη). 2. εκφέρει το ελάχιστο βασικό και απαραίτητο στοιχείο στο οποίο αρκείται ο ομιλητής: α. με την έννοια της παραχώρησης: Πες μας ~ τι απέγινε. Nα είχαν λίγο σεβασμό ~, έστω και λίγο. β. με την έννοια της αντίθεσης ή της διαφοράς· (πρβ. πάντως, μια φορά): Δεν ξέρω για τους άλλους, αλλά ~ τα παιδιά ευχαριστήθηκαν. Εγώ ~ δεν το πιστεύω. Εσείς ~ πρέπει να μείνετε.

[λόγ. < αρχ. τοὐλάχιστον < τό ἐλάχιστον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες