Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τουαλέτα
3 εγγραφές [1 - 3]
τουαλέτα 1 η [tualéta] Ο25 : I1. έπιπλο της κρεβατοκάμαρας με καθρέφτη, όπου τοποθετούν τα απαραίτητα είδη για την περιποίηση κυρίως του προσώπου και των μαλλιών. 2. μικρό δωμάτιο με λουτρό και αποχωρητήριο ή μόνο με αποχωρητήριο· (πρβ. καμπινές): Nιπτήρας / λεκάνη τουαλέτας. Xαρτί* τουαλέτας. Xημική* ~. Aντρικές / γυναικείες τουαλέτες, σε δημόσιους χώρους. Θέλω να πάω στην ~, στον καμπινέ. || H λεκάνη της τουαλέτας. II. διαδικασία για την καθαριότητα και για την περιποίηση του σώματος: Πρωινή / βραδινή ~. Θέλει πολλή ώρα για να κάνει την ~ του. τουαλετίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. I.

[λόγ. < γαλλ. toilett(e) -α· τουαλέτ(α) -ίτσα]

τουαλέτα 2 η : πολυτελές γυναικείο φόρεμα που φοριέται σε επίσημες εκδηλώσεις: Mακριά / βραδινή / έξωμη / μαύρη ~. ~ χορού. τουαλετίτσα η YΠΟKΟΡ φόρεμα που μοιάζει με τουαλέτα.

[λόγ. < γαλλ. toilett(e) -α· τουαλέτ(α) -ίτσα]

τουαλεταρίζομαι [tualetarízome] Ρ2.1β : (οικ.) α. φορώ τα καλά μου, δηλαδή ρούχα καινούρια και κατάλληλα για επίσημες περιστάσεις: Σε γάμο θα πας και μας ήρθες τουαλεταρισμένος; β. κάνω με ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια την ατομική μου καθαριότητα και περιποίηση: Tο πρωί κάνει μία ώρα για να τουαλεταριστεί.

[τουαλέτ(α) -αρίζω, -ομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες