Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τουίντ
1 εγγραφή
τουίντ το [tuíd] Ο (άκλ.) : χοντρό μάλλινο ύφασμα με ανάγλυφους κόμπους, ειδικό για σπορ ρούχα, που αρχικά το κατασκεύαζαν μόνο στη Σκοτία: Kουστούμι από ~. || (ως επίθ.): Φορούσε μια ~ φούστα.

[λόγ. < αγγλ. tweed]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες