Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τοσοσδά
1 εγγραφή
τοσοσδά, τοσηδά, τοσοδά [tosozδá] & τόσος δα, τόση δα, τόσο δα [tósos δá] αντων. δεικτ. (βλ. Ε3) : τη μεταχειριζόμαστε για να δηλώσουμε ότι κάποιος ή κτ. είναι πολύ μικρό σε μέγεθος ή σε έκταση: Είναι πολύ κοντός, ~. Mένει σε μια τοσηδά καμαρούλα. Ένα τοσοδά παιδάκι. τοσοδούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. τοσοδούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. τοσοδά ΕΠIΡΡ: Δε μ΄ αγαπάς ούτε ~;

[τόσος + δα· τοσοδ(ά) -ούλης, -ούτσικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες