Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τορπιλισμός
1 εγγραφή
τορπιλισμός ο [torpilizmós] Ο17 : η ενέργεια του τορπιλίζω. 1. ανατίναξη με τορπίλη: Ο ~ του πολεμικού «Έλλη» από ιταλικό υποβρύχιο. 2. (μτφ.) ύπουλη ενέργεια που αποσκοπεί στη ματαίωση κάποιου έργου: Ο ~ των σχεδίων / των προσπαθειών / των ενεργειών κάποιου.

[λόγ. τορπιλισ- (τορπιλίζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες