Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τοπογραφικός
1 εγγραφή
τοπογραφικός -ή -ό [topoγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με την τοπογραφία: Tοπογραφικό σχέδιο. Tοπογραφική μελέτη. ~ χάρτης, με όλες τις λεπτομέρειες ενός μικρού τμήματος της γης. Tοπογραφική κλίση, κλίση που σχηματίζει το έδαφος με το οριζόντιο επίπεδο. Tοπογραφική υπηρεσία, που ασχολείται με τοπογραφικές μελέτες. || (ως ουσ.) το τοπογραφικό, τοπογραφικό σχέδιο. τοπογραφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. topographique < topograph(ie) = τοπογραφ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες