Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τοπιογράφος
1 εγγραφή
τοπιογράφος ο [topioγráfos] Ο18 θηλ. τοπιογράφος [topioγráfos] Ο35 : αυτός που ζωγραφίζει τοπία.

[λόγ. τοπί(ον) -ο- + -γράφος απόδ. γαλλ. paysagiste· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες