Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τοπάρχης
1 εγγραφή
τοπάρχης ο [topárxis] Ο10 : αυτός που διοικούσε μια τοπαρχία. || (επέκτ.) ισχυρός τοπικός πολιτικός παράγοντας.

[λόγ. < ελνστ. τοπάρχης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες