Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τονικός
2 εγγραφές [1 - 2]
τονικός 1 -ή -ό [tonikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον τόνο 1: 1. των λέξεων: Tονικοί κανόνες. Tονικά σημάδια. Tονικά παρώνυμα, λέξεις που ξεχωρίζουν με το διαφορετικό τονισμό τους, π.χ. γέρος - γερός. 2. της μουσικής. α. που αναφέρεται στον τόνο1I3α: Tονική ισότητα. β. που αναφέρεται στον τόνο1I3β. ANT ατονικός: Tονική μουσική. Tονικό σύστημα. || (ως ουσ.) η τονική, η πρώτη βαθμίδα της κλίμακας, που δίνει το όνομά της στον τόνο: H τονική της κλίμακας του ντο είναι ο φθόγγος του ντο.

[λόγ. < ελνστ. τονικός, αρχ. σημ.: `ικανός να τεντωθεί΄ & σημδ. γαλλ. tonal, tonique < λατ. tonicus < ελνστ. τονικός]

τονικός 2 -ή -ό : που έχει σχέση με τον τόνο 4 των μυών: ~ σπασμός, ανώμαλη παρατεταμένη σύσπαση των μυών.

[λόγ. < γαλλ. tonique (στη νέα σημ.) < αρχ. τονικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες